- ἀμεριμνῇ
- ἀμεριμνέωto be care-freepres subj mp 2nd sgἀμεριμνέωto be care-freepres ind mp 2nd sgἀμεριμνέωto be care-freepres subj act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
γλεντοκόπι — και γλεντοκόπημα, το [γλεντοκοπώ] 1. συνεχής διασκέδαση («το γλεντοκόπι τού γάμου») 2. η εύθυμη, αμέριμνη διάθεση («τής χαράς το γλεντοκόπι, τού καημού το μαύρο κλάμα») … Dictionary of Greek
εδέμ — η (AM ἐδέμ) 1. ο παράδεισος πάνω στη γη 2. τρυφή, αμέριμνη απόλαυση. [ΕΤΥΜΟΛ. < εβρ. eden «κήπος όπου κατοικούσε ο Αδάμ και η Εύα πριν την πτώση»] … Dictionary of Greek
νέφος — I (Αστρον.). Σμήνος λεπτότατων υδροσταγονιδίων ή παγοκρυστάλλων, που σχηματίζονται στην τροπόσφαιρα, σε ύψη μεταξύ 500 και 12.000 μ. Τα ν. σχηματίζονται λόγω συμπύκνωσης (υδροσταγονίδια) ή στερεοποίησης (παγοκρύσταλλοι) της ατμοσφαιρικής υγρασίας … Dictionary of Greek
Βηλαράς, Ιωάννης — (Κύθηρα 1771 – Τσεπέλοβο, Ήπειρος 1823). Ιατροφιλόσοφος, ποιητής και πρωτοπόρος του γλωσσικού ζητήματος. Η οικογένειά του καταγόταν από τα Ιωάννινα, όπου μεγάλωσε και ο ίδιος. Σπούδασε ιατρική στην Ιταλία και ύστερα έζησε στα Ιωάννινα ως γιατρός… … Dictionary of Greek
Πολυνησία — Με την ονομασία αυτή χαρακτηρίζεται η ανατολικότερη από τις τρεις ζώνες στις οποίες υποδιαιρείται συνήθως η Ωκεανία. Περιλαμβάνει, εκτός από τη συστάδα της Χαβάης, που είναι απομονωμένη στα Β, μια σειρά από αρχιπελάγη, διατεταγμένα προς τα Α του… … Dictionary of Greek